- αγκτήρας
- ο (Α ἀγκτὴρ) [ἄγχω]1. χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή2. στον πληθ. οι αγκτήρεςιατρικός επίδεσμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκτῆρας — ἀγκτήρ instrument for closing wounds masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)